Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
δυσδιαφορησία
δυσδιαφόρητος
δυσδιαχώρητος
δυσδίδακτος
δυσδιέγερτος
δυσδιέξακτος
δυσδιεξίτητος
δυσδιέξοδος
δυσδιερεύνητος
δυσδιήγητος
δυσδίοδος
δυσδιοίκητος
δυσδιόρατος
δυσδιόρθωτος
δυσδιόριστος
δυσδοκίμαστος
δυσέγερτος
δυσεγκαρτέρητος
View word page
δυσδιέξοδος
hard to get through, traverse
ShortDef
hard to get through, traverse
Debugging
Headword:
δυσδιέξοδος
Headword (normalized):
δυσδιέξοδος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιεξοδος
IDX:
24503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24504
Key:
Data
{'content': 'hard to get through, traverse'}