Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσγνώριστος
δυσγνωσία
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δύσγονος
δυσγράμματος
δυσγρίπιστος
δυσδαιμονέω
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδάμαστος
δύσδεικτος
δυσδερκής
δύσδηλις
δύσδηρις
δυσδιάβατος
δυσδιαγνωστικός
δυσδιάγνωστος
δυσδιάγωγος
View word page
δυσδάκρυτος
sorely wept

ShortDef

sorely wept

Debugging

Headword:
δυσδάκρυτος
Headword (normalized):
δυσδάκρυτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδακρυτος
IDX:
24468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24469
Key:

Data

{'content': 'sorely wept'}