Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσγεφύρωτος
δυσγεώργητος
δύσγνοια
δυσγνώριστος
δυσγνωσία
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δύσγονος
δυσγράμματος
δυσγρίπιστος
δυσδαιμονέω
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδάμαστος
δύσδεικτος
δυσδερκής
δύσδηλις
δύσδηρις
δυσδιάβατος
View word page
δυσδαιμονέω
to be wretched
ShortDef
to be wretched
Debugging
Headword:
δυσδαιμονέω
Headword (normalized):
δυσδαιμονέω
Headword (normalized/stripped):
δυσδαιμονεω
IDX:
24465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24466
Key:
Data
{'content': 'to be wretched'}