Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσβουλος
δυσβράκανος
δύσβωλος
δυσγαμέω
δυσγαμία
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δυσγεώργητος
δύσγνοια
δυσγνώριστος
δυσγνωσία
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δύσγονος
δυσγράμματος
δυσγρίπιστος
δυσδαιμονέω
δυσδαιμονία
View word page
δυσγεώργητος
hard to till
ShortDef
hard to till
Debugging
Headword:
δυσγεώργητος
Headword (normalized):
δυσγεώργητος
Headword (normalized/stripped):
δυσγεωργητος
IDX:
24456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24457
Key:
Data
{'content': 'hard to till'}