Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δυσβράκανος
δύσβωλος
δυσγαμέω
δυσγαμία
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
δυσγεφύρωτος
δυσγεώργητος
View word page
δύσβουλος
ill-advised

ShortDef

ill-advised

Debugging

Headword:
δύσβουλος
Headword (normalized):
δύσβουλος
Headword (normalized/stripped):
δυσβουλος
IDX:
24446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24447
Key:

Data

{'content': 'ill-advised'}