Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δυσβράκανος
δύσβωλος
δυσγαμέω
δυσγαμία
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγένεια
δυσγενής
View word page
δυσβούλευτος
ill-advised

ShortDef

ill-advised

Debugging

Headword:
δυσβούλευτος
Headword (normalized):
δυσβούλευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσβουλευτος
IDX:
24444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24445
Key:

Data

{'content': 'ill-advised'}