Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δυσβράκανος
δύσβωλος
δυσγαμέω
δυσγαμία
δύσγαμος
δυσγάργαλις
View word page
δυσβοήθητος
hard to help
ShortDef
hard to help
Debugging
Headword:
δυσβοήθητος
Headword (normalized):
δυσβοήθητος
Headword (normalized/stripped):
δυσβοηθητος
IDX:
24442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24443
Key:
Data
{'content': 'hard to help'}