Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δυσβράκανος
δύσβωλος
δυσγαμέω
δυσγαμία
δύσγαμος
View word page
δυσβλεπτέω
see badly

ShortDef

see badly

Debugging

Headword:
δυσβλεπτέω
Headword (normalized):
δυσβλεπτέω
Headword (normalized/stripped):
δυσβλεπτεω
IDX:
24441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24442
Key:

Data

{'content': 'see badly'}