Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δυσβράκανος
δύσβωλος
δυσγαμέω
δυσγαμία
View word page
δυσβίοτος
making life wretched

ShortDef

making life wretched

Debugging

Headword:
δυσβίοτος
Headword (normalized):
δυσβίοτος
Headword (normalized/stripped):
δυσβιοτος
IDX:
24440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24441
Key:

Data

{'content': 'making life wretched'}