Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δυσβράκανος
δύσβωλος
δυσγαμέω
View word page
δυσβάϋκτος
marked by doleful howling (LSJ Supp)
ShortDef
marked by doleful howling (LSJ Supp)
Debugging
Headword:
δυσβάϋκτος
Headword (normalized):
δυσβάϋκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσβαυκτος
IDX:
24439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24440
Key:
Data
{'content': 'marked by doleful howling (LSJ Supp)'}