Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δυσβράκανος
δύσβωλος
View word page
δύσβατος
inaccessible, impassable

ShortDef

inaccessible, impassable

Debugging

Headword:
δύσβατος
Headword (normalized):
δύσβατος
Headword (normalized/stripped):
δυσβατος
IDX:
24438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24439
Key:

Data

{'content': 'inaccessible, impassable'}