Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δύσβουλος
δυσβράκανος
View word page
δυσβατοποιέομαι
to make impassable

ShortDef

to make impassable

Debugging

Headword:
δυσβατοποιέομαι
Headword (normalized):
δυσβατοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
δυσβατοποιεομαι
IDX:
24437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24438
Key:

Data

{'content': 'to make impassable'}