Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δύσβουλος
View word page
δυσβάστακτος
grievous to bear

ShortDef

grievous to bear

Debugging

Headword:
δυσβάστακτος
Headword (normalized):
δυσβάστακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσβαστακτος
IDX:
24436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24437
Key:

Data

{'content': 'grievous to bear'}