Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
View word page
δυσαχθής
very grievous
ShortDef
very grievous
Debugging
Headword:
δυσαχθής
Headword (normalized):
δυσαχθής
Headword (normalized/stripped):
δυσαχθης
IDX:
24435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24436
Key:
Data
{'content': 'very grievous'}