Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
View word page
δυσαχής
most painful

ShortDef

most painful

Debugging

Headword:
δυσαχής
Headword (normalized):
δυσαχής
Headword (normalized/stripped):
δυσαχης
IDX:
24434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24435
Key:

Data

{'content': 'most painful'}