Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
View word page
δυσαφαίρετος
hard to take away

ShortDef

hard to take away

Debugging

Headword:
δυσαφαίρετος
Headword (normalized):
δυσαφαίρετος
Headword (normalized/stripped):
δυσαφαιρετος
IDX:
24432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24433
Key:

Data

{'content': 'hard to take away'}