Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
View word page
δυσαυχής
idly boasting, vain-glorious

ShortDef

idly boasting, vain-glorious

Debugging

Headword:
δυσαυχής
Headword (normalized):
δυσαυχής
Headword (normalized/stripped):
δυσαυχης
IDX:
24431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24432
Key:

Data

{'content': 'idly boasting, vain-glorious'}