Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβάϋκτος
View word page
δυσαυξής
hardly

ShortDef

hardly

Debugging

Headword:
δυσαυξής
Headword (normalized):
δυσαυξής
Headword (normalized/stripped):
δυσαυξης
IDX:
24429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24430
Key:

Data

{'content': 'hardly'}