Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
View word page
δύσαυλος
inhospitable

ShortDef

inhospitable
an unhappy aulos contest

Debugging

Headword:
δύσαυλος
Headword (normalized):
δύσαυλος
Headword (normalized/stripped):
δυσαυλος
IDX:
24427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24428
Key:

Data

{'content': 'inhospitable'}