Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάστακτος
View word page
δυσαυλία
ill

ShortDef

ill

Debugging

Headword:
δυσαυλία
Headword (normalized):
δυσαυλία
Headword (normalized/stripped):
δυσαυλια
IDX:
24426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24427
Key:

Data

{'content': 'ill'}