Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχθής
View word page
δυσαυγής
blinding

ShortDef

blinding

Debugging

Headword:
δυσαυγής
Headword (normalized):
δυσαυγής
Headword (normalized/stripped):
δυσαυγης
IDX:
24425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24426
Key:

Data

{'content': 'blinding'}