Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
View word page
δυσάρμοστος
ill-united

ShortDef

ill-united

Debugging

Headword:
δυσάρμοστος
Headword (normalized):
δυσάρμοστος
Headword (normalized/stripped):
δυσαρμοστος
IDX:
24423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24424
Key:

Data

{'content': 'ill-united'}