Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
δυσαυρία
View word page
δυσαριστοτόκεια
unhappy mother of the noblest son
ShortDef
unhappy mother of the noblest son
Debugging
Headword:
δυσαριστοτόκεια
Headword (normalized):
δυσαριστοτόκεια
Headword (normalized/stripped):
δυσαριστοτοκεια
IDX:
24420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24421
Key:
Data
{'content': 'unhappy mother of the noblest son'}