Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
δυσαυξής
View word page
δυσαρίθμητος
hard to count up

ShortDef

hard to count up

Debugging

Headword:
δυσαρίθμητος
Headword (normalized):
δυσαρίθμητος
Headword (normalized/stripped):
δυσαριθμητος
IDX:
24419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24420
Key:

Data

{'content': 'hard to count up'}