Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
δύσαυλος2
View word page
δυσάρεστος
hard to appease, implacable
ShortDef
hard to appease, implacable
Debugging
Headword:
δυσάρεστος
Headword (normalized):
δυσάρεστος
Headword (normalized/stripped):
δυσαρεστος
IDX:
24418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24419
Key:
Data
{'content': 'hard to appease, implacable'}