Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
δύσαυλος
View word page
δυσαρεστικός
distressing

ShortDef

distressing

Debugging

Headword:
δυσαρεστικός
Headword (normalized):
δυσαρεστικός
Headword (normalized/stripped):
δυσαρεστικος
IDX:
24417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24418
Key:

Data

{'content': 'distressing'}