Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαυλία
View word page
δυσαρεστία
distress, malaise

ShortDef

distress, malaise

Debugging

Headword:
δυσαρεστία
Headword (normalized):
δυσαρεστία
Headword (normalized/stripped):
δυσαρεστια
IDX:
24416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24417
Key:

Data

{'content': 'distress, malaise'}