Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαπόλυτος
δυσαπόνιπτος
δυσαπόπτωτος
δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
View word page
δυσαρεστέω
suffer annoyance

ShortDef

suffer annoyance

Debugging

Headword:
δυσαρεστέω
Headword (normalized):
δυσαρεστέω
Headword (normalized/stripped):
δυσαρεστεω
IDX:
24413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24414
Key:

Data

{'content': 'suffer annoyance'}