Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαπολόγητος
δυσαπόλυτος
δυσαπόνιπτος
δυσαπόπτωτος
δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
View word page
δυσαπούλωτος
hard to cicatrize

ShortDef

hard to cicatrize

Debugging

Headword:
δυσαπούλωτος
Headword (normalized):
δυσαπούλωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαπουλωτος
IDX:
24412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24413
Key:

Data

{'content': 'hard to cicatrize'}