Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαπόληπτος
δυσαπολόγητος
δυσαπόλυτος
δυσαπόνιπτος
δυσαπόπτωτος
δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
View word page
δυσαπότροπος
difficult to avert

ShortDef

difficult to avert

Debugging

Headword:
δυσαπότροπος
Headword (normalized):
δυσαπότροπος
Headword (normalized/stripped):
δυσαποτροπος
IDX:
24411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24412
Key:

Data

{'content': 'difficult to avert'}