Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαποκλίτως
δυσαπόκριτος
δυσαπόληπτος
δυσαπολόγητος
δυσαπόλυτος
δυσαπόνιπτος
δυσαπόπτωτος
δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
View word page
δυσαπότρεπτος
hard to dissuade

ShortDef

hard to dissuade

Debugging

Headword:
δυσαπότρεπτος
Headword (normalized):
δυσαπότρεπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαποτρεπτος
IDX:
24409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24410
Key:

Data

{'content': 'hard to dissuade'}