Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαποκατάστατος
δυσαποκλίτως
δυσαπόκριτος
δυσαπόληπτος
δυσαπολόγητος
δυσαπόλυτος
δυσαπόνιπτος
δυσαπόπτωτος
δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
View word page
δυσαποτέλεστος
hard to accomplish

ShortDef

hard to accomplish

Debugging

Headword:
δυσαποτέλεστος
Headword (normalized):
δυσαποτέλεστος
Headword (normalized/stripped):
δυσαποτελεστος
IDX:
24408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24409
Key:

Data

{'content': 'hard to accomplish'}