Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαποκατάστασις
δυσαποκατάστατος
δυσαποκλίτως
δυσαπόκριτος
δυσαπόληπτος
δυσαπολόγητος
δυσαπόλυτος
δυσαπόνιπτος
δυσαπόπτωτος
δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
δυσαπότριπτος
δυσαπότροπος
δυσαπούλωτος
δυσαρεστέω
δυσαρέστημα
δυσαρέστησις
δυσαρεστία
δυσαρεστικός
View word page
δυσαπόσχετος
hard to abstain from

ShortDef

hard to abstain from

Debugging

Headword:
δυσαπόσχετος
Headword (normalized):
δυσαπόσχετος
Headword (normalized/stripped):
δυσαποσχετος
IDX:
24407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24408
Key:

Data

{'content': 'hard to abstain from'}