Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόβλητος
δυσαπόδεικτος
δυσαποδίδακτος
δυσαποδίωκτος
δυσαπόδοτος
δυσαπόθετος
δυσαποκατάστασις
δυσαποκατάστατος
δυσαποκλίτως
δυσαπόκριτος
δυσαπόληπτος
δυσαπολόγητος
δυσαπόλυτος
δυσαπόνιπτος
δυσαπόπτωτος
δυσαπόσπαστος
δυσαπόσχετος
δυσαποτέλεστος
δυσαπότρεπτος
View word page
δυσαποκλίτως
with difficulty in bending
ShortDef
with difficulty in bending
Debugging
Headword:
δυσαποκλίτως
Headword (normalized):
δυσαποκλίτως
Headword (normalized/stripped):
δυσαποκλιτως
IDX:
24399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24400
Key:
Data
{'content': 'with difficulty in bending'}