Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσανδρία
δυσάνεκτος
δυσανθής
δυσάνιος
δυσανιῶν
δυσάνοικτος
δυσανταγώνιστος
δυσάντης
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντίλεκτος
δυσαντοφθάλμητος
δυσάνωρ
δυσαξίωτος
δυσαπάλειπτος
δυσαπαλλακτία
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόβλητος
δυσαπόδεικτος
δυσαποδίδακτος
View word page
δυσαντίλεκτος
hard to gainsay

ShortDef

hard to gainsay

Debugging

Headword:
δυσαντίλεκτος
Headword (normalized):
δυσαντίλεκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαντιλεκτος
IDX:
24383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24384
Key:

Data

{'content': 'hard to gainsay'}