Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσανάτρεπτος
δυσανδρία
δυσάνεκτος
δυσανθής
δυσάνιος
δυσανιῶν
δυσάνοικτος
δυσανταγώνιστος
δυσάντης
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντίλεκτος
δυσαντοφθάλμητος
δυσάνωρ
δυσαξίωτος
δυσαπάλειπτος
δυσαπαλλακτία
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
δυσαπόβλητος
δυσαπόδεικτος
View word page
δυσαντίβλεπτος
hard to look in the face

ShortDef

hard to look in the face

Debugging

Headword:
δυσαντίβλεπτος
Headword (normalized):
δυσαντίβλεπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαντιβλεπτος
IDX:
24382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24383
Key:

Data

{'content': 'hard to look in the face'}