Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσανδρία
δυσάνεκτος
δυσανθής
δυσάνιος
δυσανιῶν
δυσάνοικτος
δυσανταγώνιστος
δυσάντης
δυσάντητος
δυσαντίβλεπτος
δυσαντίλεκτος
δυσαντοφθάλμητος
δυσάνωρ
δυσαξίωτος
δυσαπάλειπτος
δυσαπαλλακτία
δυσαπάλλακτος
δυσάπιστος
View word page
δυσάντης
hard to climb

ShortDef

hard to climb

Debugging

Headword:
δυσάντης
Headword (normalized):
δυσάντης
Headword (normalized/stripped):
δυσαντης
IDX:
24380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24381
Key:

Data

{'content': 'hard to climb'}