Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσαναληψία
δυσανάλυτος
δυσανάλωτος
δυσανάπαυστος
δυσανάπειστος
δυσανάπλοος
δυσανάπνευστος
δυσαναπόρευτος
δυσανασκεύαστος
δυσανάσφαλτος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσανδρία
δυσάνεκτος
δυσανθής
δυσάνιος
δυσανιῶν
δυσάνοικτος
δυσανταγώνιστος
δυσάντης
View word page
δυσανασχετέω
to bear ill
ShortDef
to bear ill
Debugging
Headword:
δυσανασχετέω
Headword (normalized):
δυσανασχετέω
Headword (normalized/stripped):
δυσανασχετεω
IDX:
24370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24371
Key:
Data
{'content': 'to bear ill'}