Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰτητής
αἰτητικός
αἰτητός
αἰτία
αἰτιάζομαι
αἰτίαμα
αἰτιάομαι
αἰτίασις
αἰτιατέον
αἰτιατικός
αἰτιατός
αἰτίζω
αἰτιολογέω
αἰτιολογητέον
αἰτιολογία
αἰτιολογικός
αἴτιος
αἰτιώδης
αἰτιώνυμος
Αἰτναῖος
Αἴτνη
View word page
αἰτιατός
produced by a cause, effected
ShortDef
produced by a cause, effected
Debugging
Headword:
αἰτιατός
Headword (normalized):
αἰτιατός
Headword (normalized/stripped):
αιτιατος
IDX:
2436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2437
Key:
Data
{'content': 'produced by a cause, effected'}