Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσανακόμιστος
δυσανάκρατος
δυσανάκριτος
δυσανάληπτος
δυσαναληψία
δυσανάλυτος
δυσανάλωτος
δυσανάπαυστος
δυσανάπειστος
δυσανάπλοος
δυσανάπνευστος
δυσαναπόρευτος
δυσανασκεύαστος
δυσανάσφαλτος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
δυσανάτρεπτος
δυσανδρία
δυσάνεκτος
δυσανθής
δυσάνιος
View word page
δυσανάπνευστος
offensive to inhalation

ShortDef

offensive to inhalation

Debugging

Headword:
δυσανάπνευστος
Headword (normalized):
δυσανάπνευστος
Headword (normalized/stripped):
δυσαναπνευστος
IDX:
24366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24367
Key:

Data

{'content': 'offensive to inhalation'}