Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσανάγωγος
δυσανάδοτος
δυσαναθυμίατος
δυσανακάθαρτος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάκρατος
δυσανάκριτος
δυσανάληπτος
δυσαναληψία
δυσανάλυτος
δυσανάλωτος
δυσανάπαυστος
δυσανάπειστος
δυσανάπλοος
δυσανάπνευστος
δυσαναπόρευτος
δυσανασκεύαστος
δυσανάσφαλτος
δυσανασχετέω
δυσανάσχετος
View word page
δυσανάλυτος
hard to analyse

ShortDef

hard to analyse

Debugging

Headword:
δυσανάλυτος
Headword (normalized):
δυσανάλυτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαναλυτος
IDX:
24361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24362
Key:

Data

{'content': 'hard to analyse'}