Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσάλθητος
δυσαλλοίωτος
δυσάλυκτος
δυσάλωτος
δυσαμάρτητος
δυσάμμορος
δυσανάβατος
δυσαναβλαστέω
δυσανάγνωστος
δυσανάγωγος
δυσανάδοτος
δυσαναθυμίατος
δυσανακάθαρτος
δυσανάκλητος
δυσανακόμιστος
δυσανάκρατος
δυσανάκριτος
δυσανάληπτος
δυσαναληψία
δυσανάλυτος
δυσανάλωτος
View word page
δυσανάδοτος
hard to assimilate

ShortDef

hard to assimilate

Debugging

Headword:
δυσανάδοτος
Headword (normalized):
δυσανάδοτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαναδοτος
IDX:
24352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24353
Key:

Data

{'content': 'hard to assimilate'}