Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσαισθητέω
δυσαίσθητος
δυσαιτιολόγητος
δυσαίων
δυσάκεστος
δυσάλγημα
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσαλθής
δυσάλθητος
δυσαλλοίωτος
δυσάλυκτος
δυσάλωτος
δυσαμάρτητος
δυσάμμορος
δυσανάβατος
δυσαναβλαστέω
δυσανάγνωστος
δυσανάγωγος
δυσανάδοτος
δυσαναθυμίατος
View word page
δυσαλλοίωτος
hard to alter
ShortDef
hard to alter
Debugging
Headword:
δυσαλλοίωτος
Headword (normalized):
δυσαλλοίωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσαλλοιωτος
IDX:
24343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24344
Key:
Data
{'content': 'hard to alter'}