Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαισθησία
δυσαισθητέω
δυσαίσθητος
δυσαιτιολόγητος
δυσαίων
δυσάκεστος
δυσάλγημα
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσαλθής
δυσάλθητος
δυσαλλοίωτος
δυσάλυκτος
δυσάλωτος
δυσαμάρτητος
δυσάμμορος
δυσανάβατος
δυσαναβλαστέω
δυσανάγνωστος
δυσανάγωγος
δυσανάδοτος
View word page
δυσάλθητος
hard to cure, inveterate

ShortDef

hard to cure, inveterate

Debugging

Headword:
δυσάλθητος
Headword (normalized):
δυσάλθητος
Headword (normalized/stripped):
δυσαλθητος
IDX:
24342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24343
Key:

Data

{'content': 'hard to cure, inveterate'}