Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαίνιγμα
δυσαίρετος
δυσαισθησία
δυσαισθητέω
δυσαίσθητος
δυσαιτιολόγητος
δυσαίων
δυσάκεστος
δυσάλγημα
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσαλθής
δυσάλθητος
δυσαλλοίωτος
δυσάλυκτος
δυσάλωτος
δυσαμάρτητος
δυσάμμορος
δυσανάβατος
δυσαναβλαστέω
δυσανάγνωστος
View word page
δυσάλγητος
hard-hearted

ShortDef

hard-hearted

Debugging

Headword:
δυσάλγητος
Headword (normalized):
δυσάλγητος
Headword (normalized/stripped):
δυσαλγητος
IDX:
24340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24341
Key:

Data

{'content': 'hard-hearted'}