Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσαίθριος
δυσαιμορράγητος
δυσαίνητος
δυσαίνιγμα
δυσαίρετος
δυσαισθησία
δυσαισθητέω
δυσαίσθητος
δυσαιτιολόγητος
δυσαίων
δυσάκεστος
δυσάλγημα
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσαλθής
δυσάλθητος
δυσαλλοίωτος
δυσάλυκτος
δυσάλωτος
δυσαμάρτητος
δυσάμμορος
View word page
δυσάκεστος
hard to heal
ShortDef
hard to heal
Debugging
Headword:
δυσάκεστος
Headword (normalized):
δυσάκεστος
Headword (normalized/stripped):
δυσακεστος
IDX:
24337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24338
Key:
Data
{'content': 'hard to heal'}