Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαιμορράγητος
δυσαίνητος
δυσαίνιγμα
δυσαίρετος
δυσαισθησία
δυσαισθητέω
δυσαίσθητος
δυσαιτιολόγητος
δυσαίων
δυσάκεστος
δυσάλγημα
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσαλθής
δυσάλθητος
δυσαλλοίωτος
δυσάλυκτος
δυσάλωτος
δυσαμάρτητος
View word page
δυσαίων
living a hard life, most miserable

ShortDef

living a hard life, most miserable

Debugging

Headword:
δυσαίων
Headword (normalized):
δυσαίων
Headword (normalized/stripped):
δυσαιων
IDX:
24336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24337
Key:

Data

{'content': 'living a hard life, most miserable'}