Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσάθλιος
δυσαίακτος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαιμορράγητος
δυσαίνητος
δυσαίνιγμα
δυσαίρετος
δυσαισθησία
δυσαισθητέω
δυσαίσθητος
δυσαιτιολόγητος
δυσαίων
δυσάκεστος
δυσάλγημα
δυσαλγής
δυσάλγητος
δυσαλθής
δυσάλθητος
δυσαλλοίωτος
δυσάλυκτος
View word page
δυσαίσθητος
insensible

ShortDef

insensible

Debugging

Headword:
δυσαίσθητος
Headword (normalized):
δυσαίσθητος
Headword (normalized/stripped):
δυσαισθητος
IDX:
24334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24335
Key:

Data

{'content': 'insensible'}