Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰτηματώδης
αἰτήσιμος
αἴτησις
αἰτητέον
αἰτητής
αἰτητικός
αἰτητός
αἰτία
αἰτιάζομαι
αἰτίαμα
αἰτιάομαι
αἰτίασις
αἰτιατέον
αἰτιατικός
αἰτιατός
αἰτίζω
αἰτιολογέω
αἰτιολογητέον
αἰτιολογία
αἰτιολογικός
αἴτιος
View word page
αἰτιάομαι
to charge, accuse, censure, blame

ShortDef

to charge, accuse, censure, blame

Debugging

Headword:
αἰτιάομαι
Headword (normalized):
αἰτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
αιτιαομαι
IDX:
2432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2433
Key:

Data

{'content': 'to charge, accuse, censure, blame'}