Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαγώνιστος
δυσάδελφος
δυσάεθλος
δυσαερία
δυσάερος
δυσαής
δυσάθλιος
δυσαίακτος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαιμορράγητος
δυσαίνητος
δυσαίνιγμα
δυσαίρετος
δυσαισθησία
δυσαισθητέω
δυσαίσθητος
δυσαιτιολόγητος
δυσαίων
δυσάκεστος
δυσάλγημα
View word page
δυσαιμορράγητος
bleeding with difficulty

ShortDef

bleeding with difficulty

Debugging

Headword:
δυσαιμορράγητος
Headword (normalized):
δυσαιμορράγητος
Headword (normalized/stripped):
δυσαιμορραγητος
IDX:
24328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24329
Key:

Data

{'content': 'bleeding with difficulty'}